- κηδομένως
- κηδ-ομένως, Adv., κ. ἔχειν to beA provident, Aristid.Or.53p.619D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηδομένως — (Α) επίρρ. με φροντίδα, με προνοητικότητα («κηδομένως ἔχω» είμαι προνοητικός, φροντίζω, Αριστείο.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηδόμενος, μτχ. ενεστ. του κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
κηδομένως — κήδω trouble pres part mp masc acc pl (doric) κηδομένως provident indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)